τουρκιστί
Смотреть что такое "τουρκιστί" в других словарях:
τουρκιστί — Ν επίρρ. (λόγ. τ.) τουρκικά, στην τουρκική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κατάλ. ιστί (πρβλ. αγγλ ιστί). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
τουρκιστί — Ν επίρρ. (λόγ. τ.) τουρκικά, στην τουρκική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κατάλ. ιστί (πρβλ. αγγλ ιστί). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek